βέλεμνα

βέλεμνα
βέλεμνον
dart
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βέλεμν' — βέλεμνα , βέλεμνον dart neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • τέραμνον — (I) και τέρεμνον, τὸ, Α (κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα οικήματα, οίκοι· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”